δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος

δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος
Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την Άλωση, τη θέση του αυτοκράτορα πήρε ο πατριάρχης. Η αλλαγή αυτή διατηρείται έως σήμερα στους ναούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επισκοπικός, -ή — ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή την επισκοπή, αρχιερατικός, δεσποτικός: Επισκοπικά άμφια. 2. το ουδ. ως ουσ., επισκοπικό ο επισκοπικός θρόνος, το δεσποτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”